Η περίοδος που διανύουμε χαρακτηρίζεται από την παρατεταμένη δομική κρίση του καπιταλισμού και την αδυναμία του αστικού στρατοπέδου να περιγράψει ένα στρατηγικό σχέδιο υπέρβασης της κρίσης εξαπολύοντας ολομέτωπη επίθεση ιστορικού βάθους, διάρκειας, έντασης και ποιότητας σε κάθε επίπεδο των εργατικών / λαϊκών συμφερόντων. Η αδυναμία απόσπασης συναίνεσης από τον κόσμο της εργασίας και η διάλυση των κοινωνικών συμβολαίων δημιουργεί ένα κλίμα χαμηλής απαιτητικότητας και απογοήτευσης, ελλείψει μιας αριστερής, επαναστατικής προοπτικής με προμετωπίδα του αγώνα τα συμφέροντα των εργαζομένων και της νεολαίας, με όλο και πιο συχνό φαινόμενο, όπου αυτό το κλίμα υπερβαίνεται να καταφεύγουν σε μεθόδους “έκτακτης ανάγκης” και μεθόδους καταστολής, ακόμα και προληπτικά.
Αυτό το φόντο αδυναμίας ξεπεράσματος της κρίσης προς όφελος των αστικών δυνάμεων οδηγεί στην όξυνση των ιμπεριαλιστικών αντιθέσεων, με συνέχιση και αναζωπύρωση των πολεμικών συρράξεων με επίκεντρο την Μ.Ανατολή αλλά και σε άλλες γωνιές του πλανήτη. Οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί στη Συρία εγκαινιάζουν ένα νέο γύρο όξυνσης των συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή. Μάλιστα, είναι πλέον εμφανής η κατεύθυνση του κεφαλαίου προς επιθετικότερες μορφές διαχείρισης της κρίσης του και σ’αυτά συνηγορούν η εκλογή του ακροδεξιού Trumpκαι η άνοδος της ακροδεξιάς στην ΕΕ και η σκληρή σύγκρουση των ΗΠΑ με τον άξονα Κίνα-Ρωσία-Ιράν. Η αυξανόμενη αμερικανική επιθετικότητα αλλά και η προσπάθεια της Ρωσίας να δημιουργήσει “αντίπαλο δέος” με τη συγκρότηση ιμπεριαλιστικού μπλοκ με τις αναδυόμενες δυνάμεις της Κίνας και περιφερειακές δυνάμεις της Μ.Ανατολής, συνηγορούν στην πολεμική ένταση και το επικίνδυνο κλίμα που στήνεται. Σε αυτήν την κατάσταση συναινεί και η ίδια η ελληνική κυβέρνηση μέσω της συμμετοχής της στη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας αναγνωρίζοντας μάλιστα την τελευταία σαν “ασφαλή” χώρα και στηρίζοντας ενεργά τον άξονα ΝΑΤΟ-ΗΠΑ-ΕΕ. Η αντιδραστικοποίηση του πολιτικού σκηνικού σε ακόμα πιο αυταρχικά μονοπάτια επιβεβαιώνεται και από το τουρκικό δημοψήφισμα, με νοθεία και τρομοκράτηση του λαϊκού παράγοντα, καθώς αποτελεί πράξη θωράκισης απέναντι στον εσωτερικό εχθρό και τις αναδυόμενες αγωνιστικές τούρκικες και κούρδικες δυνάμεις που αμφισβητούν την παντοδυναμία του Ερντογάν και την αστική επίθεση στις δυνάμεις της εργασίας στη χώρα τους. Παράλληλα, αναδεικνύεται η σκληρή σύγκρουση αστικών συμφερόντων και προετοιμάζεται το πολεμικό σκηνικό στην ευρύτερη περιοχή.
Το εκρηκτικό κουβάρι των αντιθέσεων που έχει συσσωρευθεί στην περιοχή της Συρίας, διαμορφώνει μια κατάσταση που οι λαοί της περιοχής γίνονται τα θύματα ενός πολέμου δίχως τέλος, δίχως σύνορα, δίχως όρια. Οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και η ευρύτερη αποσταθεροποίηση στο χώρο της Μέσης Ανατολής έχουν οδηγήσει στο αιματοκύλισμα των λαών, σε τεράστιες μετακινήσεις πληθυσμών και το ξερίζωμα χιλιάδων ανθρώπων από τη χώρα τους. Στο διάβα τους, όμως, συναντούν την Ευρωπαϊκή ένωση, τη μέκκα του σκοταδισμού, των κλειστών συνόρων και των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Ο ρόλος της ελληνικής κυβέρνησης και του ελληνικού κράτους είναι κομβικός τόσο στη διαχείριση του προσφυγικού όσο και στα πολεμικά σχέδια ΗΠΑ-ΕΕ-ΝΑΤΟ. Η κατάσταση αυτή μαζί με τις ανακατατάξεις στην Τουρκία οξύνουν το ενδεχόμενο θερμού επεισοδίου. Είναι επιτακτική ανάγκη η συγκρότηση αντιπολεμικού και αντιμπεριαλιστικού κινήματος, με πυλώνα το εργατικό και λαϊκό κίνημα και καταλυτικό το ρόλο της νεολαίας εντός αυτού, ενάντια τόσο στις πολεμικές συρράξεις σ’όλο τον πλανήτη, όσο και στο “εμπόλεμο” κλίμα που καλλιεργείται και στο εσωτερικό της χώρας, ενάντια στην όξυνση εθνικισμών από όπου κι αν προέρχονται και σε κάθε ενδεχόμενο αποκρυστάλλωσής τους, όπως φαίνεται και με την προσπάθεια θεσμοθέτησης της στράτευσης στα 18. Τα παραπάνω συνδέονται άμεσα με την κοινή πάλη των λαών Ελλάδας-Τουρκίας για ειρήνη στην περιοχή από διεθνιστική σκοπιά.
Σε όλα τα παραπάνω καθοριστικός είναι ο ρόλος της ΕΕ. Μια ΕΕ, η οποία επιτίθεται σε λαούς και νεολαία και η οποία εκ φύσεως εξυπηρετεί αστικά συμφέροντα και αυτό δεν αλλάζει. Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα μέσα από μια σειρά εξελίξεων (βλ. BREXIT) εμφανίζονται σημάδια αμφισβήτησης της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, καθώς μέσα από τις αντιλαϊκές πολιτικές που οξύνονται εν μέσω κρίσης αλλά και την πρόσφατη στάση της στο προσφυγικό αναδεικνύεται το πραγματικό της πρόσωπο.Αυτό οδηγεί στην όξυνση της λαϊκής δυσαρέσκειας, η οποία για την ώρα, υπό το βάρος του συνολικού αρνητικού συσχετισμού και την επίδραση των αστικών τάξεων που προσπαθούν να την εντάξουν στο δικός τους σχεδιασμό, έχει βρει και μπορεί να βρει ακόμα πιο έντονα βαλβίδες εκτόνωσης προς το ρεύμα του δεξιού ευρωσκεπτικισμού και εθνικισμού, εν τη απουσία και μιας άλλης αριστερής, εργατικής, λαϊκής διεξόδου έξω από την ΕΕ. Σ’αυτό το έδαφος, υπάρχει το ενδεχόμενο θεμελιακών αλλαγών σε αντιλαϊκή κατεύθυνση υπό το βάρος της κρίσης, των αντιφάσεων και των πολιτικών ανακατατάξεων που αυτή προκαλεί.
Πιο συγκεκριμένα στην Ελλάδα, η επίθεση που πραγματοποιεί το μαύρο μέτωπο Κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ στο σύνολο του λαού και της νεολαίας συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό. Η Κυβέρνηση φαίνεται ότι θα κλείσει τη δεύτερη αξιολόγηση κάτω από τις επιταγές της ΕΕ και των δανειστών. Ήδη οι μειώσεις που έχουν γίνει σε μισθούς και συντάξεις, οι πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας που απειλεί η κυβέρνηση ότι θα γίνονται ηλεκτρονικά προκειμένου να αποφύγει τις έντονες αντιστάσεις που συνάντησε τον τελευταίο χρόνο, αλλά και η κατάσταση στο εργασιακό με το νέο νόμο που έρχεται να επισφραγίσει το μαύρο καθεστώς εργασίας που ήδη βιώνουμε, είναι εμφανές πως προκαλούν μεγάλη δυσαρέσκεια και ασφυξία σε όλο τον κόσμο και τη νεολαία.
Οι μεταρρυθμίσεις αυτές αφορούν, με επιτακτικό τρόπο τους αυριανούς εργαζόμενους, επιφέροντας μια βαθιά και συνολική τομή στην εργασιακή τους πραγματικότητα, των οποίων η εργασιακή προοπτική διαλύεται υπό το βάρος της εργοδοτικής αυθαιρεσίας και κυριαρχίας, της επισφάλειας, της σκληρής εκμετάλλευσης και της μετανάστευσης. Σε ότι αφορά τη νεολαία, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια επίθεση που αφορά συνολικά τη γενιά μας, το πως σπουδάζουμε σήμερα αλλά και το πως θα ζούμε και θα δουλεύουμε αύριο. Συγκεκριμένα, το εργασιακό τοπίο, όπως είναι σήμερα, σε συνδυασμό με τον νέο εργασιακό νόμο που έρχεται, επιφυλάσσει για εμάς έναν εργασιακό μεσαίωνα άνευ προηγουμένου, μεμισθούς 400 ευρώ, μαζικές απολύσεις, τεράστια ποσοστά ανεργίας και εν τέλει ποινικοποίηση της απεργίας και του συνδικαλισμού.
Ακόμα γύρω από τον άξονα των ιδιωτικοποιήσεων κινείται και το μέτωπο των μεταφορών. με απώτερο στόχο την ιδιωτικοποίηση προετοιμάζεται το έδαφος στο οποίο η συγκεκριμένη επένδυση θα γίνει με τους ευνοϊκότερους όρους για το κεφάλαιο. Οι μπάρες στους σταθμούς, το ηλεκτρονικό εισιτήριο και η φύλαξη των σταθμών με αστυνομία μετατρέπει ένα κοινωνικό αγαθό που αποτελεί ζωτική ανάγκη για τον κόσμο της εργασίας, τους ανέργους και την νεολαία σε εμπόρευμα με μετακύλιση του κόστους στην πλάτη τους.
Η κλασική, πλέον, τακτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για “διαπραγμάτευση με κόκκινες γραμμές” συμβάλλει σε μια συνθήκη αναμονής και αποσυγκρότησης του εργατικού κινήματος. Παράτην προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να μετατοπίσει σε επικοινωνιακό επίπεδο το πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης στη ρήξη με το παλιό και τη διαφθορά, αδυνατεί να συγκροτήσει κοινωνικό ρεύμα στήριξης στην κυβέρνηση, αναζωπυρώνοντας την δεξιά αντιπολίτευση από πλευράς των παλιών συστημικών δυνάμεων με κυρίαρχο εκφραστή τη ΝΔ (όψεις αυτού αποτυπώνονται σε ΤΕΕ, περιφερειακά συμβούλια).
Παρόλα αυτά, η κατάσταση στο λαϊκό κίνημα φαίνεται να παραμένει στην αδράνεια και υπάρχει μεγάλη αδυναμία στην ανάδυση κοινωνικών αντιστάσεων που μπορεί να βλέπαμε παλαιότερα. Οι κοινωνικές αντιστάσεις, όπου καταφέρνουν να συγκροτηθούν με μεγάλη δυσκολία, είναι σπασμωδικές και αδυνατούν να εμπλέξουν τις πλατιές μάζες και εν τέλει να οδηγήσουν σε συνολικό αγώνα ενάντια στην ασκούμενη πολιτική.
Παρά τον αρνητικό συσχετισμό δύναμης, τα αποσπασματικά αγωνιστικά σκιρτήματα της προηγούμενης περιόδου, δείχνουν δυνατότητα επανεμφάνισης του λαϊκού παράγοντα και με την παρέμβαση μιας αριστεράς με ριζοσπαστικό και αντικαπιταλιστικό σχέδιο, που θα κεντρικοποιεί τις επιμέρους αντιστάσεις και θα οδηγήσει στο δρόμο της ρήξης και της ανατροπής.
ΣΥΡΙΖΑ: Ο ΣΥΡΙΖΑ όντας ο βασικός κορμός της μνημονιακής συγκυβέρνησης, αποτελεί αυτή τη στιγμή τον κυριότερο εισηγητή – υποστηρικτή των αστικών πολιτικών της ΕΕ και του Κεφαλαίου. Από καιρό έχει απαγκιστρωθεί από τις αριστερές του καταβολές και έχει απολέσει τη γείωσή του από το παραδοσιακά αριστερό ακροατήριο. Η λογική “ ούτε ρήξη, ούτε υποταγή” οδηγεί σε μια τροχιά ενσωμάτωσης χωρίς επιστροφή και εν τέλει στην αστική μετάλλαξη, όπως φάνηκε και από τον ίδιο το ΣΥΡΙΖΑ. Έχοντας ξεπεράσει τις αντιφάσεις του Γενάρη του 2015, η κυβέρνηση έχει τροποποιήσει σημαντικά τις κοινωνικές της συμμαχίες, απολαμβάνοντας σε μεγάλο βαθμό την στήριξη της εγχώριας αστικής τάξης αλλά και των ιμπεριαλιστικών μηχανισμών. Αποτελεί ένα ξεκάθαρα αστικό κόμμα. Παρά το γεγονός ότι σε δευτερεύοντα επίπεδα (δικαιώματα, πολιτική φύλου κτλ) προσπαθεί να διατηρήσει ένα αριστερό προσωπείο, στην πραγματικότητα αποτελεί έναν από τους κύριους πολιτικούς εκφραστές του ιδεολογήματος του ΤΙΝΑ.
ΑΝ.ΕΛ.: Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες ανέκαθεν υιοθετούσαν ένα δεξιό – λαϊκίστικο προφίλ που τους επέτρεπε να καταγγέλλουν τα μνημόνια και τις ευρωπαϊκές πολιτικές υπό μια εθνικιστική οπτική γωνία και προσέγγιση. Κόμμα που από τα γεννοφάσκια του επιθυμούσε μια θέση ισχύος, πρόθυμα δέχτηκε να υλοποιήσει πακέτα μνημονιακών μέτρων που ήρθαν να πλήξουν τα λαϊκά δικαιώματα. Τα εθνικιστικά και μιλιταριστικά του χαρακτηριστικά το αναγάγουν σε επικίνδυνο εχθρό του λαϊκού κινήματος.
Νέα Δημοκρατία: Όντας θερμός υποστηρικτής των μνημονίων που γονάτισαν την Ελληνική κοινωνία πληρώνει την οργή του λαού και δε φαίνεται να μπορεί να προτείνει ένα ηγεμονικό σχέδιο που θα της επαναφέρει την κοινωνική γείωση των προηγούμενων ετών, δημιουργώντας το δίπολο της πιο σκληρής υλοποίησης του μνημονίου μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Με τη δημοσκοπική καταβύθιση του ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται πως κομματικός της πυρήνας ανασυντάσσεται πολιτικά και οργανωτικά και αποκτά εκ νέου πολιτικούς δεσμούς με την κοινωνία, εμφανιζόμενη ως ο πιο ικανός υλοποιητής της μνημονιακής πολιτικής.
ΠΑΣΟΚ: Παρά την απέλπιδα προσπάθεια πολιτικής ανανέωσης, συνεχίζει να πληρώνει τις συνέπειες των συνεχόμενων αντιλαϊκών επιλογών που πήρε και αδυνατεί να ανεβάσει τα εκλογικά του ποσοστά, ακόμα και δημοσκοπικά.
ΚΚΕ: Το ΚΚΕ κυρίως προσπαθεί να κατοχυρώσει έναν πολιτικό χώρο ως η πιο συνεπής δύναμη, κάνοντας ανοίγματα σε επίπεδο μαζικού χώρου με την έννοια κινητοποιήσεων όπως αυτή για τις συλλογικές συμβάσεις, αλλά χωρίς πραγματικά ανοίγματα στο πολιτικό επίπεδο.Στο πολιτικό επίπεδο, το ΚΚΕ, επιμένει στο αδιέξοδο σχέδιο της ηττοπάθειας καταλήγοντας να αρνείται εμμονικά τη δυνατότητα άμεσων ανατροπών και νικών για το λαό, εναποθέτοντας κάθε δυνατότητα ανατροπής σε ένα αόριστο μέλλον της “λαϊκής εξουσίας”, επιλέγοντας τον αναχωρητισμό. Κατάληξη της συγκεκριμένης γραμμής αποτέλεσε και η απόφαση του 20ου συνεδρίου του και οι θέσεις του που αποκόβουν την αναγκαία ρήξη με ευρώ – ΕΕ από την πάλη στο σήμερα σε μια προσπάθεια να συνεχίσει την πορεία, όπως περιγράφηκε και παραπάνω, αλλά και να χαράξει ορατές διαχωριστικές από κάθε άλλη αριστερή δύναμη της χώρας. Όλα αυτά, το οδηγούν στην ενσωμάτωση σε κρίσιμες καμπές της ταξικής πάλης, στην ενσωμάτωσή του και στην περιχαράκωση στο κίνημα στοχοποιώντας δυνάμεις του ευρύτερου κινήματος και καταλήγοντας να βλέπει τον εχθρό στα αριστερά του με σκοπό την ανάδειξη του ως τη μόνη συνεπή αριστερή δύναμη. Η στροφή στον εχθρό εξ’αριστερών και η αδυναμία πολιτικής απάντησης και υπεροχής στο πεδίο του κινήματος οδηγεί σε εκφυλιστικά, αστικής αντίληψης φαινόμενα με αποκορύφωμα τη συντονισμένη επίθεση της ΚΝΕ στην ΕΑΑΚ, που έγινε με πρωτοφανή και αναβαθμισμένο τρόπο στη ΣΕΜΦΕ με κλοπή προσωπικών αντικειμένων και σεξιστικές επιθέσεις, αλλά και της χυδαίας προσπάθειας εξοβελισμού από σωματεία αγωνιστών της αντικαπιταλιστικής πτέρυγας του εργατικού κινήματος, που οικοδομούν δυνάμεις αμφισβητώντας την κυριαρχία του ΚΚΕ στους εργασιακούς χώρους (αναφορά στις απολήξεις, στοχοποίηση ΕΑΑΚ και αγωνιστών του εκ).
Χρυσή Αυγή: Είναι ένα κόμμα που επικοινωνεί με μερίδες του ελληνικού κεφαλαίου και που αναμφισβήτητα στηρίζεται έμπρακτα από αυτές. Το τελευταίο διάστημα παρατηρείται επανεμφάνισή της στη δημόσια σφαίρα, αλλά και στο πεδίου του δρόμου. Με άξονες δράσης τη διάχυση του ρατσιστικού δηλητηρίου και της ξενοφοβίας αλλά και την επανακατοχύρωση χώρου από το αντιφασιστικό κίνημα, προσπαθεί να κερδίσει και πάλι ένα ακροατήριο. Είναι σημαντικό το αντιφασιστικό κίνημα να βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση καθώς και να απαντήσει πολιτικά και οργανωτικά σε οποιαδήποτε επίθεση σε χώρο στέγασης μεταναστών, αλλά και στις γενικότερες προκλήσεις που λαμβάνουν χώρα ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη δίκη της Χρυσής Αυγής.
Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ
Στην Ελλάδα του σήμερα η νεολαία γίνεται πεδίο πειραματισμού για την υπέρβαση της κρίσης από τις δυνάμεις του κεφαλαίου. Η νέα γενιά εμπεδώνει την πραγματικότητα της κρίσης και τη διαμόρφωση ενός εργαζόμενου ευέλικτου, φτηνού, εξειδικευμένου, αναλώσιμου, κινητικού, πειθήνιου και εξατομικευμένου, ο οποίος θα εξαναγκάζεται να επανακαταρτίζεται συνεχώς μέσα από ένα ατέρμονο κυνήγι δεξιοτήτων και πιστοποιήσεων (αυτό περνάει κυρίαρχα μέσα από τη διάλυση της εργασιακής προοπτικής και την απαξίωση των πτυχίων). Για να γίνει αυτό, η εκπαίδευση οφείλει να ευθυγραμμιστεί ταχύτερα και με έντονα αυταρχική μεθοδολογία επιβολής των επιδιώξεων της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης με τις αναδιαρθρώσεις στην παραγωγή, την ανάγκη εύρεσης νέου πεδίου κερδοφορίας και τις νέες εργασιακές σχέσεις. Σε αυτή την κατεύθυνση, ακριβώς επειδή δεν υπάρχει πλήρως διαμορφωμένο υπόδειγμα από τον αστικό συνασπισμό εξουσίας που να εξασφαλίζει την ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας, αντίστοιχα δεν υπάρχει και πλήρες πρότυπο για τους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς αλλά ένα σύνολο πειραματισμών με βασικές κατευθύνσεις τη διάλυση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα του πανεπιστημίου και την ένταση της επιχειρηματικής λειτουργίας.
Το Νέο Νομοσχέδιο για την Παιδεία και τι φέρνει:
Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται και η εξαγγελία του Υπουργού για το νέο νομοσχέδιο για την Παιδεία. Μια κίνηση που θέτει ως βασικές επιδιώξεις την αναδιοργάνωση του χαρακτήρα και του ρόλου της έρευνας στο πανεπιστήμιο, τη θέσπιση των περιφερειακών συμβουλίων για την έρευνα και καινοτομία τόσο σε αναβαθμισμένη σύνδεση με την τοπική αγορά όσο και του κεφαλαίου όσο και του κεφαλαίου σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, τη γενίκευση και τη θεσμοθέτηση των διδάκτρων στα μεταπτυχιακά (κατά την οποία οι φοιτητές είτε θα αναγκάζονται να καταβάλουν μεγάλα ποσά είτε θα απαλλάσσονται από αυτά μέσω ανταποδοτικών κριτηρίων εν είδη εργασίας) και την διατομεακή κινητικότητα με τη θεσμοθέτηση παράλληλων προγραμμάτων σπουδών υπό τη μορφή πιστοποιητικών γνώσεων. Υπάρχει, επίσης, και η εξαγγελία για την αναγωγή του πενταετούς πτυχίου σε masterπου ενισχύει την κατεύθυνση διάσπασης του πτυχίου σε 2 κύκλους σπουδών σε μια λογική δημιουργίας αποφοίτων πολλαπλών ταχυτήτων. Παράλληλα, δίνει τη δυνατότητα συγχώνευσης τμημάτων με fast-trackδιαδικασίες, και ειδικά στο σήμερα εξαγγέλλει τη συγχώνευση ΤΕΙ Αθήνας και ΤΕΙ Πειραιά σε Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής. Επιπλέον, περιγράφεται η λογική διετών προγραμμάτων φοίτησης σε μια κατεύθυνση περαιτέρω ανοίγματος της βεντάλιας που κι αυτή απ’τη μεριά της συμβάλλει στον περαιτέρω κατακερματισμό της προοπτικής της νεολαίας. Οι εξαγγελίες έρχονται σε συνέχεια της απόφασης της Συνόδου Πρυτάνεων και της κυβερνητικής πολιτικής στην εκπαίδευση που εκτός των άλλων προωθούν το μοντέλο ενός πανεπιστημίου ευέλικτου και αυτοχρηματοδοτούμενου σε κατεύθυνση έντασης της επιχειρηματικής λειτουργίας. Το νομοσχέδιο αγγίζει το σύνολο των βαθμίδων της εκπαίδευσης, φέρνοντας ένα βήμα πιο κοντά στην υλοποίηση το “Νέο Λύκειο”, μέσω των εξαγγελιών αλλαγής του τρόπου εισαγωγής στα ιδρύματα, ένταση των οικονομικών και εξεταστικών φραγμών, με στροφή στην επαγγελματική εκπαίδευση και δημιουργία φακέλου προσόντων και την εισαγωγή πιστωτικών μονάδων σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Σύστημα Πιστοποίησης ήδη από το Λύκειο.
Οι κύριες πλευρές της εκπαιδευτικής πολιτικής που προωθεί η νέα κυβέρνηση είναι:
- Διάλυση δημόσιου – δωρεάν χαρακτήρα του πανεπιστημίου, αναβάθμιση της επιχειρηματικής λειτουργίας.
Από το ξέσπασμα της κρίσης, είναι εμφανής μια σειρά από περικοπές βασικών κοινωνικών παροχών και αγαθών, όπως παιδεία, υγεία, ρεύμα και νερό. Αυτό συμβαίνει μέσω της μείωσης της κρατικής χρηματοδότησης και της κάλυψης λειτουργικών κενών από την ιδιωτική πρωτοβουλία. Πέρα από το κομμάτι της στενής δημοσιονομικής πολιτικής το οποίο χρησιμοποιείται και ως μοχλός πίεσης για την εφαρμογή αναδιαρθρωτικών τομών, είναι σαφές όσον αφορά στις ιδιωτικοποιήσεις ότι αυτές εντάσσονται και σε ένα συνολικότερο σχέδιο τόνωσης της καπιταλιστικής κερδοφορίας μέσα από την διάνοιξη νέων πεδίων κερδοφορίας όπου αυτό είναι δυνατόν.
Μέσα από τη συστηματική και μεθοδευμένη υποχρηματοδότηση, τσακίζεται κάθε έννοια δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα του Πανεπιστημίου με αποτέλεσμα την υποβάθμιση των φοιτητικών παροχών, τις ελλείψεις σε προσωπικό, την υπολειτουργία ολόκληρων τμημάτων κτλ. Η κατάργηση των δωρεάν συγγραμμάτων και η επιβολή διδάκτρων σ ένα επόμενο στάδιο, όπως και το πέρασμα λειτουργιών του πανεπιστημίου όπως η σίτιση και η στέγαση σε ιδιώτες έρχονται να καταργήσουν εντελώς την έννοια της δημόσιας και δωρεάν εκπαίδευσης. Στα παραπάνω πλαίσια εντάσσεται η εισαγωγή της έννοιας της ανταποδοτικότητας, στη βάση και ακαδημαϊκών κριτηρίων, στις φοιτητικές παροχές ως ένα τύποις αντίβαρο στην παραπάνω κατεύθυνση.Αντ’ αυτού, οι φοιτητές θα μπορούν να παίρνουν φοιτητικά δάνεια ως λύση απέναντι στην εξάλειψη των φοιτητικών παροχών. Παράλληλα, αναγνωρίζεται η ιδιωτική εκπαίδευση, καθώς μέσω κατατακτήριων εξετάσεων υπάρχει η δυνατότητα ένταξης σε ΑΕΙ-ΤΕΙ αποφοίτων ΙΕΚ, ενώ πλέον όλα τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα έχουν αναγνωρισμένους τίτλους σπουδών. Παράλληλα με αυτό τον τρόπο, επιχειρείται να εμπεδωθεί πλήρως μια επιχειρηματική αντίληψη όσον αφορά τη διαχείριση των εκροών καθώς και την ίδια τη λειτουργία του πανεπιστημίου. Χαρακτηριστικό η αξιοποίηση της χρηματοδότησης θα γίνεται στην κατεύθυνση της εμπέδωσης των αναδιαρθρωτικών τομών με μοχλό την αξιολόγηση για τα ιδρύματα και παράλληλα της αξιοποίηση των ερευνητικών δομών με ανταποδοτικά κριτήρια. Τέλος, σχολές με ερευνητική δραστηριότητα δημιουργούν οι ίδιες ΝΠΙΔ στο εσωτερικό τους, ενώ ακόμα και οι Ειδικοί Λογαριασμοί Κονδυλίων και Έρευνας συγκροτούνται θεσμικά με επιχειρηματικούς όρους. Αλλά και η συγκρότηση του ΕΛΙΔΕΚ σαν μια κίνηση που προσδίδει στην έρευνα συγκεκριμένους άξονες ανάπτυξης με βάση τις ανάγκες της αγοράς, σαν πλευρά της εθνικής ανάπτυξης. Η σύναψη δανείου και η διαχείρισή του από τον ΕΛΙΔΕΚ ύψους 180 εκατομμυρίων με την ΕΤΕΠ προς όφελος 9 ιδρυμάτων καταδεικνύει την προτεραιότητα της κυβέρνησης να συμβάλλει στο προχώρημα της καινοτομίας που πηγάζει από την ερευνητική διαδικασία προς όφελος του Κεφαλαίου.
Η χρηματοδότηση των ΑΕΙ-ΤΕΙ συνδέεται άμεσα με την ανταπόκριση στα κριτήρια αξιολόγησης. Για πρώτη φορά επιτρέπεται η ιδιωτική χρηματοδότηση των πανεπιστημίων, με τη δυνατότητα μάλιστα ιδιωτών να χρηματοδοτούν συγκεκριμένες έδρες και μαθήματα, βρίσκοντας επιπλέον και έναν πιο άμεσο και ευέλικτο τρόπο να μεταβάλλουν και να εξειδικεύσουν τα προγράμματα σπουδών. Την ίδια ώρα σε μια σειρά σχολές, χωρίς να αμφισβητείται ο κυρίαρχος ρόλος του κράτους, εμφανίζονται εταιρίες-χορηγοί με στόχο τον προσανατολισμό της έρευνας στις ανάγκες του κεφαλαίου. Η συσχέτιση της αξιολόγησης των ιδρυμάτων με ανταποδοτικούς όρους με τα αποτέλεσμα της αξιολόγησης (ΜΟΔΙΠ, ΑΔΙΠ) λειτουργεί ως μοχλός πίεσης για την επιτάχυνση της εμπέδωσης τομών της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης.
- Τσάκισμα πτυχίων και εργασιακής προοπτικής.
Η διάλυση του ενιαίου πτυχίου μέσα από την εισαγωγή πιστωτικών μονάδων και την αντικατάστασή τους από ατομικό φάκελο προσόντων, οξύνει ακόμα περισσότερο χαρακτηριστικά ήδη οξυμένα λόγω της ευρύτερης κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής συγκυρίας. Η διάσπαση των προγραμμάτων σπουδών σε κύκλους, η κατάργηση των ενιαίων πτυχίων και η αντικατάστασή τους από τους ατομικούς φακέλους προσόντων, συμβάλλουν στην “παραγωγή” του σύγχρονου εργαζόμενου ου θα εντάσσεται σε ένα συνεχώς υπό αντιδραστική διαμόρφωση κοινωνικό καταμερισμό εργασίας και θα είναι φθηνός, ευέλικτος, εξειδικευμένος, εξατομικευμένος, άμεσα εκμεταλλεύσιμος και αναλώσιμος. Σ’αυτό συμβάλλει επικουρικά και η κατεύθυνση δημιουργίας προγραμμάτων σπουδών “πολλών ταχυτήτων” εντείνοντας με αυτό τον τρόπο τον επιχειρούμενο κατακερματισμό των αποφοίτων και πλέον ο νέος απόφοιτος θα βρίσκεται σε μια συνεχή διαδικασία ανταγωνισμού, σε ένα διαρκές κυνήγι συλλογής τίτλων σπουδών , προσόντων και πιστωτικών μονάδων μέσα από σεμινάρια, ιδιωτικές σπουδές και προγράμματα δια βίου μάθησης. Όλα αυτά με τη σειρά τους επιβάλλουν ένα κλίμα γενικευμένου ανταγωνισμού που διαρρηγνύει και τις βασικές όψεις της συλλογικής συνείδησης του φοιτητικού σώματος και δημιουργεί το πρόσφορο έδαφος για την κυριαρχία εξατομικευμένων κοινωνικών συμπεριφορών σταθεροποιώντας την φύση και τα χαρακτηριστικά της επιχειρούμενης αλλαγής εντός του πανεπιστημίου που ταυτίζεται απόλυτα με την ριζική αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων (όπου κυριαρχούν οι ατομικές συμβάσεις εργασίας, τα ωράριο-λάστιχο, η ανασφάλιστη φθηνή και ευέλικτη απασχόληση). Τα παραπάνω έρχεται να σφραγίσει και να προωθήσει το νέο εργασιακό νομοσχέδιο.
Η παραπάνω κατεύθυνση, κατά τη γνώμη μας, αποτυπώνεται σε κάποιες κινήσεις. Πρώτον, μέσω της αποστοίχισης της παιδαγωγικής και διδακτικής επάρκειας από τα πτυχία των καθηγητικών σχολών, τη στιγμή που διασπώνται τα γνωστικά αντικείμενα. Αυτό συντελείται είτε με εισαγωγή μαθημάτων επιλογής, ροών ή κατευθύνσεων είτε με την απόκτηση της επάρκειας μέσω της παρακολούθησης Ειδικών Προγραμμάτων στα πρότυπα των ήδη υπαρχόντων και τη συνακόλουθη λήψη πιστοποιητικού (η φοίτηση στα οποία το πιθανότερο είναι να προβλέπει και δίδακτρα). Δεύτερον, η διάλυση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των μηχανικών μέσω μιας σειράς μεταρρυθμίσεων που προωθούνται (ειδικά επαγγελματικά δικαιώματα, μητρώο τεχνικών έργων κλπ) αποτελεί πάγιο στόχο της ΕΕ για την απελευθέρωση των επαγγελμάτων. Η θεσμοθέτηση μια σειράς διαφορετικών τάξεων στο εσωτερικό του εν λόγω μητρώου (0,1,2) και η μεταπήδηση από τάξη σε τάξη θα σχετίζεται άμεσα με την εργασιακή εμπειρία, το υλοποιημένο έργο, τα σεμινάρια και την πρακτική που θα κατέχει ο μηχανικός. Ο νεοεισερχόμενος μηχανικός κατατάσσεται στην μηδενική τάξη του μητρώου, με μηδενικά επαγγελματικά δικαιώματα και θα λογίζεται ως “δόκιμος” μηχανικός, δηλαδή σε καθεστώς μαθητείας στις χειρότερες εργασιακές συνθήκες. Σε όλο αυτό, το ΤΕΕ θα έχει ρόλο πιστοποιητή και θα οργανώνει ακόμα κι επί πληρωμή εξετάσεις μέσω των οποίων θα αποδίδει τα ειδικά επαγγελματικά δικαιώματα. Η παραπάνω κίνηση πάει ένα βήμα παραπέρα τις ήδη απαράδεκτες εργασιακές συνθήκες και σχέσεις για τους νέους μηχανικούς (μπλοκάκι,ασφαλιστικές εισφορές, νέο εργασιακό νομοσχέδιο κλπ)
Οι κινήσεις αυτές δεν έχουν να κάνουν με μεμονωμένες πολιτικές που αφορούν μόνο τους εκπαιδευτικούς και τους μηχανικούς. Αντίθετα, εντάσσονται σε μια συνολική αναδιαρθρωτική τομή που είναι στενά συνδεδεμένη με τη διαμόρφωση μια γενιάς αποφοίτων και εργαζομένων στη λογική του προσοντολογίου και της ατομικής ένταξης στην αγορά εργασίας. Επομένως, η μάχη αυτή θα πρέπει να δίνεται υπό το πρίσμα του συνολικού αγώνα της νεολαίας για την εργασιακή της προοπτική κόντρα σε λογικές συντεχνιασμού και επιστημονισμού.
- Εντατικοποίηση του ρυθμού σπουδών
Ταυτόχρονα και η καθημερινότητα των φοιτητών τείνει ολοένα και περισσότερο να προσαρμοστεί πλήρως στα πλαίσια της κανιβαλικής πραγματικότητας. Η εντατικοποίηση των σπουδών και ένας «νέος» επιστημονισμός προωθούνται, με κυρίαρχο μοχλό πίεσης το υπαρκτό και τεράστιο πρόβλημα της επιβίωσης που βιώνουν ολοένα και μεγαλύτερα κομμάτια φοιτητών (που γίνεται και μέσα από τις αλλαγές των προγραμμάτων σπουδών), παρέα με την πίεση για άμεση εύρεση εργασίας. Το πανεπιστήμιο επιχειρείται να διαμορφωθεί ως ένας χώρος fasttrackκατάρτισης, με ασφυκτικές συνθήκες φοίτησης, στα πρότυπα μιας ασφυκτικού τύπου εργασιακής πειθάρχησης κι αυτό επιχειρείται με μια σειρά τρόπους όπως οι αλυσίδες μαθημάτων, οι πρόοδοι, τα τεστ, τα όρια δήλωσης και οι υποχρεωτικές εργασίες, παρακολουθήσεις και project.
- Αυταρχικοποίηση της λειτουργίας των ιδρυμάτων – Χτύπημα στις δημοκρατικές ελευθερίες και κεκτημένα, χτύπημα στο άσυλο
Οι πρυτανικές αρχές και το υπουργείο παρακάμπτουν οποιαδήποτε συλλογική απόφαση (φοιτητών, διοικητικών κτλ) ως τυπικότητα, απονομιμοποιώντας τη συνδικαλιστική δράση. Παράλληλα, οποιοσδήποτε κινητοποιείται αντιμετωπίζεται περίπου ως τρομοκράτης. Έτσι δεν είναι λίγες οι φορές που έχουν γυρίσει την πλάτη στις μαζικές παραστάσεις φοιτητικών συλλόγων, προβαίνοντας μάλιστα σε προκλητικές και στοχοποιητικές για το κίνημα δηλώσεις (βλ. δηλώσεις Κυριαζόπουλου για σωματική βία). Στα παραπάνω τομή αποτελεί η δίωξη πληθώρας αγωνιστών, με όρους προσωπικής καταστολής και τρομοκρατίας (βλ.Ξάνθη,Συρίγος,ΠΑΜΑΚ). Άλλωστε η ανάδειξη νέων αυταρχικών πρυτανειών αναδιατάσσει πλήρως το συσχετισμό δύναμης μεταξύ φοιτητικού σώματος και καθηγητών και εντείνει την εκδικητικότητα που θα μπορεί να έχει το καθηγητικό μπλοκ απέναντι σε φοιτητές. Ανεξάρτητα από την μετατροπή των Συμβουλίων Ιδρύματος σε γνωμοδοτικά όργανα, οι φοιτητικοί σύλλογοι πρέπει να έχουν παρουσία και να επιβάλουν τα συμφέροντά τους στα όργανα λήψης αποφάσεων, ανατρέποντας μια κατάσταση αυταρχικής εξώθησης των φοιτητικών συλλόγων από αυτά. Στα παραπάνω, τομή αποτελεί η δίωξη πληθώρας αγωνιστών, με όρους προσωπικής καταστολής και τρομοκρατίας.
Η παραβίαση του ασύλου γίνεται καθημερινό φαινόμενο, πολλές φορές με χαρακτήρα επίδειξης δύναμης από τις δυνάμεις καταστολής και συγκεκριμένη στοχοποίηση συνδικαλιστών ή πολιτικά επικίνδυνων φοιτητών. Στόχος αυτής της τεράστιας επίθεσης είναι η πλήρης εμπέδωση της ήττας και του φόβου του αγώνα από τη νεολαία, με καθοριστικό, συμβολικά και πολιτισμικά για την νεότερη Ελλάδα, το άσυλο και τον χώρο του πανεπιστημίου. Η επίθεση και η καταστολή των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών της φοιτητιώσας νεολαίας εντάσσεται στο γενικότερο κλίμα καταστολής. Πιο ειδικά για τη νεολαία, στόχος αυτής της επίθεσης αποτελεί η απονομιμοποίηση και περιστολή της μαχητικής δράσης και της ριζοσπαστικής πρακτικής όσων δυνάμεων αμφισβητούν την υπάρχουσα κατάσταση και αναζητούν απάντηση σε κατεύθυνση σύγκρουσης σε οποιαδήποτε πτυχή της αστικής επίθεσης στην καθημερινότητα και το μέλλον της νεολαίας.
Για μας, η συγκρότηση της ταυτότητας του φοιτητή διαμορφώνεται κυρίως μέσα από 2 βασικούς πυλώνες, οι οποίοι αλληλεπιδρούν. Από τη μια, το υποκείμενο αισθάνεται φοιτητής που μπαίνει στο Πανεπιστήμιο, δρα μέσα σ’αυτό, διαβάζει, δίνει εξετάσεις. Άρα, διαμορφώνεται ο ίδιος από τις σχέσεις με τους συμφοιτητές του και την ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία, από το τι συμβαίνει μέσα σ’αυτό και επηρεάζει άμεσα τον τρόπο με τον οποίο σπουδάζει. Διαμορφώνεται, δηλαδή, στα πλαίσια της φοιτητικής του ιδιότητας. Από την άλλη, αντιλαμβανόμενος το δυσοίωνο εργασιακό μέλλον που θα κληθεί να αντιμετωπίσει, ο φοιτητής βλέπει το Πανεπιστήμιο ως αναγκαίο στάδιο από το οποίο περνάει για να βγει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα με διαδικασίες fast-track, με περισσότερα εφόδια και δεξιότητες στην αγορά εργασίας και πρέπει να ανταγωνιστεί τους συναδέλφους του για μια θέση σ’αυτή. Το κομμάτι, λοιπόν, της φοιτητικής καθημερινότητας και της εργασιακής προοπτικής επηρεάζει καθοριστικά την ταυτότητα του φοιτητή. Αποκρυστάλλωση των παραπάνω αποτελεί η αποστροφή των φοιτητών από τις συλλογικές διαδικασίες, η έλλειψη συλλογικών αναπαραστάσεων, η πεποίθηση ότι οι αγώνες δεν μπορούν να νικήσουν στο σήμερα καθώς και η στροφή των φοιτητών στον ατομικό δρόμο. Ταυτόχρονα, υπάρχει ένα κομμάτι φοιτητών στα Πανεπιστήμια, το οποίο αναγκάζεται να εργάζεται στο σήμερα για να ανταποκριθεί στις σπουδές του. Γι’αυτούς τους φοιτητές στη διαδικασία συγκρότησης ταυτότητας ρόλο παίζει και η ίδια η εργασία τους.
Με βάση την παραπάνω ανάλυση για το πως συγκροτείται το φοιτητικό υποκείμενο στο σήμερα, βλέπουμε ότι η κάθε μάχη, από αυτή για σπουδές με αξιοπρεπείς όρους μέχρι αυτή για επαγγελματικά και εργασιακά δικαιώματα, πρέπει να ανοίγεται υπό το πρίσμα της προοπτικής, για μια δουλειά με εργασιακά και συνδικαλιστικά δικαιώματα για όλους κόντρα στην ανεργία, την επισφάλεια και τη μετανάστευση.
Δια βίου μάθηση – επανακατάρτιση- νέος χάρτης σχολών
Στα πλαίσια προώθησης και περεταίρω διαμόρφωσης εκείνου του εργαζόμενου που θα γεφυρώσει και τη διαφορά φάσης που υπάρχει ανάμεσα στην εκπαίδευση και την παραγωγή δεν αποτελεί καθόλου τυχαίο η ξεκάθαρη κατεύθυνση δημιουργίας τμημάτων δια βίου μάθησης. Τα τμήματα αυτά θα έχουν ως βασική στόχευση την παγίωση μιας κατάστασης επανακατάρτισης και κυνηγιού γνώσεων και δεξιοτήτων τα οποία θα αποτυπώνονται με όρους πιστοποίησης αυτών στον ατομικό φάκελο προσόντων. Έτσι, προωθείται μια κατεύθυνση διαχωρισμού ακαδημαϊκής κι επαγγελματικής κατοχύρωσης στα πλαίσια αντιστοίχησης του εθνικού πλαισίου προσόντων με το ευρωπαϊκό και λειτουργία των ects.
Όλα τα παραπάνω διαμορφώνουν μια βεντάλια εργαζόμενων διαφορετικών ταχυτήτων των οποίων οι δεξιότητες και οι γνώσεις ποσοτικοποιούνται, πιστοποιούνται και αποτυπώνονται στον ατομικό φάκελο προσόντων για να αξιολογηθούν σε επόμενο χρόνο (σεμινάρια, παράλληλα προγράμματα σπουδών, πιστοποιητικό). Η διάσπαση των πτυχίων δυσχεραίνει τους όρους συλλογικής διεκδίκησης και διαπραγμάτευσης υπονομεύοντας διαρκώς τα εργασιακά δικαιώματα.
Το νέο κύμα συγχωνεύσεων που αφορά τη μεταφορά των ΤΕΙ στα ΑΕΙ (προοπτικά και στα ΙΕΚ) σκιαγραφεί κάποιες κατευθύνσεις για την συμπίεση προς τα κάτω των αποφοίτων συνολικά. Η μεταφορά των ΤΕΙ με τη μορφή ειδίκευσης μέσα στα ΑΕΙ μεταφέρει τη διάκριση μεταξύ των ανώτερων και κατώτερων θέσεων της πνευματικής εργασίας στο εσωτερικό του ΑΕΙ (τη διάκριση αυτή την εξυπηρετούσε π.χ. ΑΕΙ μηχανολόγων μηχανικών – ΤΕΙ μηχανολογίας), συμπιέζοντας παράλληλα το σύνολο των αποφοίτων προς τα κάτω και ταυτόχρονα κατακερματίζοντας τα πτυχία με την εισαγωγή των παραπάνω κατευθύνσεων. Συμπληρωματικά και άρρηκτα συνδεδεμένα στη παραπάνω κίνηση, κινούνται επικείμενες αλλαγές στον τρόπο εισαγωγής στην μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση και τριτοβάθμια εκπαίδευση (κάτι που επιχειρήθηκε και από τον Λοβέρδο) και επομένως τον εξορθολογισμό εισροών σε αυτές τις βαθμίδες, παράλληλα με την κανονικοποίηση των εκροών που θα φέρει η αναδιάρθρωση των προγραμμάτων σπουδών. Αυτό το μοντέλο θα εναρμονίζεται με τη συντελούμενη συμπίεση συνολικά των εργαζομένων στη παραγωγή.
Ποιοτική τομή της αναδιάρθρωσης αποτελεί και η αναβάθμιση του ρόλου της έρευνας και της επιχειρηματικής δραστηριότητας εντός των ιδρυμάτων. Η αδυναμία εξεύρεσης στρατηγικού σχεδίου υπέρβασης της κρίσης από αστική σκοπιά, εντείνει την επιδίωξη εξεύρεσης νέων πεδίων κερδοφορίας και καθιστά αναγκαία την παραπάνω κίνηση, η οποία άλλωστε περιγράφεται στις κατευθύνσεις του ΟΟΣΑ και του πλάνου Ευρώπη 2020 και φαίνεται να αποτυπώνεται στο νομοσχέδιο. Η διαδικασία αυτή έχει να κάνει με την εκπόνηση έρευνας και καινοτομίας, αξιοποιήσιμης για την άμεση κερδοφορία ορισμένων κλάδων του κεφαλαίου. Παράλληλα στοχεύει και στη διαμόρφωση συγκεκριμένου εργατικού δυναμικού μέσα από αυτή τη διαδικασία για την αξιοποίηση του στο κομμάτι της έρευνας και των επιστημών.
Στα πλαίσια της υποχρηματοδότησης, η οποία ωθεί στην ένταση της αυτοχρηματοδότησης, η κυβέρνηση ωθεί τα ιδρύματα να αναζητήσουν πόρους από άλλους παράγοντες ώστε να καλύψουν μια σειρά αναγκών τους. Όλα τα παραπάνω γίνονται σε στενή σύνδεση με τον επιχειρηματικό κόσμο μέσω της σύνδεσης ΑΕΙ, ερευνητικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων. Αυτό αποτυπώνεται κα ιστην κατεύθυνση συγκρότησης ενιαίου φορέα έρευνας.
ΤΟ ΦΟΙΤΗΤΙΚΟ ΚΑΙ ΝΕΟΛΑΙΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΝΕΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ
Οι ειδικές αντιθέσεις που ξεπηδούν στους κοινωνικούς χώρους (αναδιαρθρώσεις στα προγράμματα σπουδών, αποστοίχιση επαγγελματικών δικαιωμάτων από τα πτυχία, οικονομικός στραγγαλισμός των Ιδρυμάτων κλπ) θα πρέπει να αξιοποιούνται με στόχο να συγκροτήσουμε μπλοκ αγώνα μέσα στους συλλόγους πάνω στις εκάστοτε υλικές διεκδικήσεις και αιχμές, αλλά και με όρους πολιτικής προετοιμασίας μέσα στους φοιτητικούς συλλόγους για την επανεμφάνιση του φοιτητικού και ευρύτερα νεολαιίστικου κινήματος ενάντια στα αλλεπάλληλα μέτρα και μνημόνια που επιβάλλουν κυβερνήσεις – ΕΕ – ΔΝΤ, καταλήγοντας στην αμφισβήτηση της ζοφερής προοπτικής που περιγράφεται για τη γενιά μας. Οι μάχες που έχουμε μπροστά μας δεν έχουν να κάνουν με κάποιες δευτερεύουσες πλευρές της αστικής πολιτικής αλλά με κρίσιμους κρίκους της. Γι’ αυτό η ανάγκη ανασυγκρότησης συνολικά του φοιτητικού κινήματος σχετίζεται με την οικοδόμηση ενός μαζικού και κινήματος αντεπίθεσης. Για να κατοχυρώσουν ο λαός και η νεολαία τις ανάγκες τους, για να συγκρουστούν και να ανατρέψουν τους φορείς της επίθεσης και το σύνολο της αντιλαϊκής – αντιεκπαιδευτικής πολιτικής.
Γι αυτό παλεύουμε για ένα φοιτητικό κίνημα:
- ΑντιΕΕ, αντικυβερνητικό, αντιμνημονιακό, ανατρεπτικό, αντιδιαχειριστικό, αντιαναδιαρθρωτικό που θα διαμορφώνει ένα πλειοψηφικό ρεύμα αμφισβήτησης, που θα αρνείται το μέλλον ανεργίας και μετανάστευσης που διαμορφώνουν για τη γενιά μας, που θα αρνείται να ζήσει σ’ ένα πανεπιστήμιο όπως αυτό που περιγράφουν οι νόμοι Αρβανιτόπουλου – Διαμαντοπούλου και τα νέα μέτρα. Στον πυρήνα του φοιτητικού κινήματος οφείλει να βρίσκεται η ρήξη με τη στρατηγική της συνδιαχείρισης και της αναζήτησης εύκολης επιλογής σε κάθε προσπάθεια ενσωμάτωσής του. Απέναντι στα πορίσματα του εθνικού διαλόγου, το φοιτητικό κίνημα παρεμβαίνοντας στη βάση των αιτημάτων του, οφείλει να παλέψει σε κατεύθυνση απονομιμοποίησής του και ευθείας αντιπαράθεσης με τα μέλη ΔΕΠ, τους πρυτάνεις που συμμετέχουν ή και στηρίζουν αυτόν. Το φοιτητικό κίνημα δε θα λειτουργεί ως ομάδα πίεσης αλλά μέσα από την ανασυγκρότηση και την αντεπίθεση του, θα επιβάλλει τις ανάγκες της νεολαίας. Με αντιΕΕ στίγμα, από τη σκοπιά της σύγκρουσης με όλες τις πολιτικές επιλογές της ΕΕ για το χώρο της εκπαίδευσης (Μπολόνια, Λισσαβόνα, ΚΕΧΑΕΕ), τη συνολικότερη αντιλαϊκή πολιτική αλλά και από τη σκοπιά της διαμόρφωσης της συνείδησης και της πρακτικής που με επιθετικό τρόπο θα συμβάλλει στην ανατροπή της κυβέρνησης, σε έναν άλλο δρόμο χωρίς ΕΕ, ευρώ, χρέος. Έμφαση σε μια διαδικασία με κινηματικό και όχι διαχειριστικό χαρακτήρα, με συμβολή του κάθε φοιτητή σε όλες τις δράσεις και τις κινητοποιήσεις, και όχι με τη λογική της ανάθεσης είτε σ’ ένα πολιτικό δυναμικό είτε σε μια κυβέρνηση που ως «από μηχανής θεός» θα καταργήσει αυτές τις κατευθύνσεις. Περιγραφή ενός ανατρεπτικού φοιτητικού κινήματος γιατί η επανεμφάνισή του στο προσκήνιο, η συντριβή της αναδιάρθρωσης θα απελευθερώσει μια δυναμική συνολικά στο χώρο της νεολαίας που θα είναι ικανή να εμφανίσει τη γενιά μας στο δρόμο με αίτημα την ανατροπή όλης αυτής της πολιτικής της κοινωνικής βαρβαρότητας που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια.
- Πανεολαιίστικη– πανεργατική – παλλαϊκή απεύθυνση. Που θα συνδέεται με τους αγώνες του κόσμου της εργασίας και της νεολαίας (voucher, 5μηνα, κυριακάτικη αργία, ασφαλιστικό πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας κλπ) για την ανατροπή της βάρβαρης αντεργατικής και αντιλαϊκής πολιτικής. Που θα δρα εξώστρεφα, θα αγκαλιάζεται από την κοινωνία και θα αγκαλιάζει όλες τις τάσεις αμφισβήτησης και αγώνα. Σε μια συνθήκη όπου η νεολαία, μετά και την υπογραφή του τρίτου μνημονίου, όπου το μέλλον της διαφαίνεται χειρότερο από κάθε άλλη γενιά, εκτιμάμε ότι το φοιτητικό κίνημα μπορεί και πρέπει να ενοποιεί σε κάθε φάση του κινήματος τις αντιστάσεις: από μαθητικές καταλήψεις μέχρι απεργίες σε κλάδους με συντριπτική την παρουσία νέων εργαζομένων, το φοιτητικό πρέπει να αγωνίζεται υπό το πρίσμα της υπεράσπισης συνολικά των δικαιωμάτων και των αναγκών της νέας γενιάς. Το φοιτητικό κίνημα κατέχει ένα ειδικό ρόλο τόσο στο κίνημα της νεολαίας όσο και στο εργατικό-λαϊκό κίνημα συνολικά: καταφέρνει να ενοποιεί υπό αντίξοες συνθήκες όχι μόνο τη νεολαία αλλά και συνολικά το λαό. Η νέα γενιά βρίσκεται στη χειρότερη από τη μεταπολίτευση κι έπειτα. Την ίδια στιγμή αναδιαρθρώνει συνολικά τους όρους ζωής της: από το «Νέο Λύκειο» μέχρι το Νόμο Διαμαντοπούλου, η νεολαία βρίσκεται απέναντι σε μια συνολική επίθεση. Το φοιτητικό κίνημα οφείλει να αποτελέσει πυροκροτητή ενός νέου γύρου ανατρεπτικών και ανυποχώρητων αγώνων της γενιάς μας, πλάι στους εργαζόμενους, τους ανέργους και όλα τα πληττόμενα στρώματα που απαξιώνονται σωρηδόν από το καθεστώς των μνημονίων και του εργασιακού μεσαίωνα. Ειδικότερα, η συλλογική ταυτότητα του φοιτητή μετασχηματίζεται στη βάση α) της αλλαγής-κατάρρευσης της εργασιακής προοπτικής, β) του νέου καθεστώτος που διαμορφώνεται εντός του πανεπιστημίου. Επιπροσθέτως, το σύμφωνο πρώτης απασχόλησης για νέους κάτω των 25 ετών σφραγίζει την εργασιακή αναδιάρθρωση για μια νέα γενιά και διαμορφώνει συνθήκες κατακερματισμένης ένταξης στην αγορά εργασίας. Τα παραπάνω εξαναγκάζουν τη γενιά μας σε ένα συνεχή κύκλο επανακατάρτισης, ανεργίας και επισφαλούς εργασίας. Γι’ αυτό το φοιτητικό κίνημα μπορεί και πρέπει να παίξει καθοριστικό ρόλο στη συγκρότηση ενός νεολαιίστικου κινήματος που θα διεκδικήσει τα δικαιώματα και τις ανάγκες μας
- Αμεσοδημοκρατικό και ανεξάρτητο που θα δημιουργεί τις δικές του μορφές οργάνωσης, αυτοτελείς και ανεξάρτητες από την κατεστημένη πολιτική των εκπροσώπων και των επιτελείων, που θα στηρίζεται στις γενικές συνελεύσεις όπου οι ίδιοι οι φοιτητές θα παράγουν πολιτική με βάση τις ανάγκες και τα δικαιώματα τους. Που λειτουργεί σαν ζωντανό κύτταρο πολιτικής και ζύμωσης του κόσμου του αγώνα, του κάθε αγωνιστή που θα κάνει κτήμα του το συλλογικό συμπέρασμα στη βάση της συνδιαμόρφωσης και της σύνθεσης.
- Πολύμορφο, που θα αξιοποιεί και θα συνθέτει όλο τον πλούτο των αγωνιστικών πρωτοβουλιών στο εσωτερικό των σχολών, στον βαθμό που θα ενσωματώνεται η δράση αυτών στη δράση των φοιτητικών συλλόγων, χωρίς να υπονομεύεται ο ρόλος και οι αποφάσεις των τελευταίων. Που θα συντονίζεται και θα επικοινωνεί με όλα τα πληττόμενα κομμάτια της κοινωνίας, ιδιαίτερα σε μια εποχή που αυτά θα πολλαπλασιάζονται λόγω της κρίσης.Που θα συγκρούεται έμπρακτα με νεοφιλελεύθερες λογικές εντός των Ιδρυμάτων. Που θα δίνει ριζοσπαστική προοπτική στη δημιουργικότητα μέσα από ζωντανές διαδικασίες και δρώμενα (στέκια συλλόγου, αυτοδιαχειριζόμενα κυλικεία, αθλητικές ομάδες, πολιτιστικά στέκια). Που θα εντείνει τις δράσεις αλληλεγγύης στο εσωτερικό των φοιτητικών συλλόγων που έχει παρουσιαστεί αυτή την περίοδο με το προσφυγικό ζήτημα και θα αντιπαλεύει κάθε φασιστικό φαινόμενο που θα παρουσιάζεται (βλ. Ξάνθη). Που θα πειραματίζεται με δράσεις αλληλεγγύης στο εσωτερικό των φοιτητικών συλλόγων και θα ανοίγει το ζήτημα του φασισμού συνολικά στη νεολαία.
- Πανελλαδικό που θα ενοποιεί το σύνολο της σπουδάζουσας νεολαίας πάνω στη βάση των κοινών αιτημάτων και διεκδικήσεων της, ενώ θα δρα ενάντια σε κάθε προσπάθεια οποιασδήποτε πολιτικής δύναμης επιχειρεί να διαπραγματευτεί στο όνομα του φοιτητικού κινήματος, τους όρους υποταγής των φοιτητών. Κόντρα στη λογική της ΔΑΠ για συγκρότηση του ΕΣΥΦ (Εθνικό Συμβούλιο Φοιτητών), με ένα φοιτητικό κίνημα διαρκείας του οποίου η πανελλαδική δράση θα κατοχυρώνεται και μέσα από τις ανοιχτές διαδικασίες του πανελλαδικού Συντονιστικού Γενικών Συνελεύσεων, σε περίοδο όξυνσης. Ενός φοιτητικού κινήματος που θα ανασυγκροτείται αγωνιστικά στο διαρκές της μάχης με την κυρίαρχη πολιτική, θα συμβάλλει στη συνεχή αναζωογόνηση των φοιτητικών συλλόγων. Ταυτόχρονα, στοχεύει στην ενδυνάμωση των Γενικών Συνελεύσεων, φροντίζοντας παράλληλα στην πορεία της μάχης να αναβαθμίζει τις διαδικασίες κινηματικού συντονισμού τους. Ενάντια στις προσπάθειες συγκρότησης της ΕΦΕΕ και των τοπικών οργάνων της που θα κινείται στην προοπτική γραφειοκρατικοποίησης του φοιτητικού κινήματος και των διαδικασιών του και θα παίζει το ρόλο επίσημου συνομιλητή με την κυβέρνηση. Ένα φοιτητικό κίνημα που θα συγκροτείται σε ζωντανούς φοιτητικούς συλλόγους με κοινό εκλογικό κανονισμό και εκλογικά αποτελέσματα όπου έχουν διεξαχθεί εκλογές με δημοκρατικό τρόπο.
- Μετωπικό και σύμμαχο, με το σύνολο των χώρων της εκπαίδευσης. Που θα παλεύει για έναν ενιαίο και δημοκρατικό συντονισμό των φοιτητικών και σπουδαστικών συλλόγων, που θα προσπαθεί να συντονίζεται με άλλες αγωνιζόμενες μερίδες της εκπαίδευσης και της κοινωνίας. Φοιτητικό κίνημα σε ΑΕΙ και ΤΕΙ γιατί τα συμφέροντα φοιτητών-σπουδαστών είναι κοινά, κοινά με τις ανάγκες και τα δικαιώματα των εργαζομένων και όχι του καθηγητικού κατεστημένου. Με απεύθυνση και κάλεσμα σε κοινό αγώνα προς το μαθητικό κίνημα και τους μαθητές που προετοιμάζονται να γίνουν η γενιά της οικονομικής και κοινωνικής εξαθλίωσης. Οι φοιτητικοί σύλλογοι πρέπει να συντονιστούν με τα υπόλοιπα κομμάτια της εκπαίδευσης και ειδικά με τους μαθητές, στην κατεύθυνση εμπλοκής και συνδικαλιστικών οργάνων των καθηγητών της δευτεροβάθμιας, συγκροτώντας τελικά μια ενότητα πανεκπαιδευτικού μετώπου που θα έχει ως στοιχείο ενοποίησής του, την προοπτική της νέας γενιάς και την πάλη ενάντια στην εκπαιδευτική αναδιάρθρωση.
Η οργάνωση του φοιτητικού κινήματος περνάει μέσα από τους φοιτητικούς συλλόγους ως το σωματείο των φοιτητών με κέντρο τις Γενικές Συνελεύσεις. Βασικός μοχλός και πυροκροτητής του φοιτητικού κινήματος αποτελεί το πετυχημένο εγχείρημα των σχημάτων της Ενιαίας Ανεξάρτητης Αριστερής Κίνησης. Με ξεκάθαρο ηγεμονικό- πρωτοπόρο ρόλο στις κινητοποιήσεις του, με διακριτό, ριζοσπαστικό και ανεξάρτητο λόγο και παρέμβαση μέσα στις σχολές κόντρα στις συντεχνιακές λογικές, κόντρα στις παρατάξεις-ιμάντες μεταβίβασης κομματικών οδηγιών.
Η ΑΝΑΓΚΑΙΑ Ε.Α.Α.Κ. ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ Η ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΗΣ
Η Ε.Α.Α.Κ. οφείλει να αναβαθμίσει τα πολιτικά χαρακτηριστικά που έχει από την ίδρυσή της. Για να είναι σε θέση να απαντήσει στις απαιτήσεις της νέας κατάστασης που έχει διαμορφωθεί, η Ε.Α.Α.Κ πρέπει να βαθύνει σε επίπεδο πολιτικής ουσίας και πρακτικής τα αντι- Ε.Ε., αντικυβερνητικά, αντισυνδιαχειριστικά χαρακτηριστικά που τη συγκροτούν και να σηκώσει το γάντι στις πολιτικές προκλήσεις ώστε να συνεχίσει να είναι χρήσιμη για το φοιτητικό κι ευρύτερα το εργατικό – λαϊκό κίνημα.
Η Ε.Α.Α.Κ μέσα από την κινηματική και πολιτική της πρακτική, οφείλει να αναβαθμίσει τα πολιτικά χαρακτηριστικά που τη διέπουν και με σεβασμό στην αυτοτέλεια κάθε σχήματος, αλλά και στις ίδιες τις διαδικασίες οριζόντιου συντονισμού τους, να μπορεί να παράγει και να υλοποιεί από κοινού σχεδιασμό που θα συμβάλλει στην οικοδόμηση ενός ανυπόταχτου φοιτητικού κινήματος κι ενός ανατρεπτικού, μαχητικού λαϊκού και νεολαιίστικου κινήματος.
Αυτό που χρειάζεται να βαθύνει το επόμενο διάστημα είναι ο τρόπος με τον οποίο η ΕΑΑΚ προσπαθεί να ανταποκριθεί στα παραπάνω. Αυτό γίνεται κυρίαρχα με το να ρίχνεται στην πρώτη γραμμή της μάχης που αφορά τα δικαιώματα και τις ανάγκες της πληττόμενης πλειοψηφίας των φοιτητών τόσο σε πανελλαδικό επίπεδο όσο και ανά κοινωνικό χώρο. Σε σύνδεση με τα παραπάνω και σε πραγματική ανατροφοδότηση με τις μάζες, ο διάλογος μεταξύ των σχημάτων και των ρευμάτων που εκφράζονται μέσα στην ΕΑΑΚ είναι αναγκαίος για να μπορέσει να προχωρήσει σε μια ανώτερου τύπου σύνθεση των δυνάμεων της. Με πίστη ότι η πορεία θα πάρει πνοή μέσα από την αναζωογόνηση των διαδικασιών του κινήματος και μέσα από ένα πολιτικό σχέδιο που θα μπορεί να απαντά στους νέους σύγχρονους προβληματισμούς, η ΕΑΑΚ πρέπει να πάρει πρωτοβουλίες για την ανάδειξη όλου του πλούτου της κουβέντας των σχημάτων σε κατεύθυνση πολιτικής αναβάθμισης και διαλόγου εντός του μορφώματος.
Για να μπορέσουν να επιτευχθούν όλα τα παραπάνω, είναι επιτακτική η κατάκτηση ενός νέου εργατικού πολιτισμού και κουλτούρας. Με πίστη ότι η πορεία αυτή θα πάρει πνοή μέσα απ΄την αναζωογόνηση του κινήματος, η ΕΑΑΚ θα πάρει πρωτοβουλίες για την ανάδειξη όλου του πλούτου της κουβέντας των σχημάτων στην κατεύθυνση επανίδρυσής της. Τα τελευταία γεγονότα που διαδραματίστηκαν στο διήμερο και έθεσαν σε κίνδυνο, όχι μόνο την ολοκλήρωσή του με ξεκάθαρη στόχευση τη διάλυσή του, αλλά και την ελεύθερη έκφραση και τοποθέτηση σχημάτων, πλήγωσαν την ΕΑΑΚ. Αυτά τα περιστατικά ακολουθούν μια σειρά από παθογένειες στη λειτουργία των σχημάτων (βέτο, αντιπαραθετική δράση, οργανωτική επίλυση πολιτικών αντιθέσεων, τοποθετήσεις σχημάτων χωρίς να έχουν συνεδριάσει, οργανωτική εξώθηση σχηματιών από τα σχήματα, εργαλειακή χρήση συλλόγων) που οδηγούν εκούσια ή ακούσια στην απονέκρωσή τους. Η παθογένεια κορυφώθηκε με αύξηση του ορίου βίας σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη που έθεσε σε κίνδυνο συντρόφους αλλά και την ίδια την ΕΑΑΚ.
Είναι καιρός η ΕΑΑΚ να κάνει τομή με τον ίδιο της τον εαυτό βάζοντας οριστικά τέλος σε αυτές τις παθογένειες και προχωρώντας με θαρρετές πρωτοβουλίες στην πολιτική επανίδρυση που δεν θα χωρά και θα υπερβαίνει τέτοια φαινόμενα και θα την κάνει θελκτική και αποτελεσματική στους συλλόγους αλλά και πόλο έλξης άλλων αγωνιστικών δυνάμεων.
Η πολιτική κατεύθυνση και το στίγμα της ΕΑΑΚ στη μάχη των φοιτητικών εκλογών
Οι φετινές φοιτητικές εκλογές έρχονται σε μια στιγμή που η επίθεση στο λαό και τη νεολαία εντείνεται. Με το κλείσιμο της περιώνυμης δεύτερης αξιολόγησης – πρακτικά τέταρτου μνημονίου – το σήριαλ ακόμα μιας “διαπραγμάτευσης” της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ρίχνει αυλαία, με το λογαριασμό να είναι ιδιαίτερα ακριβό για τα λαϊκά στρώματα: περικοπές συντάξεων και μισθών, μείωση του αφορολόγητου, απελευθέρωση απολύσεων, ιδωτικοποιήσεις, και όλα αυτά την ίδια στιγμή που οι πολεμικές συρράξεις ανά τον πλανήτη εντείνονται. Ειδικά στο χώρο της σπουδάζουσας νεολαίας, το νέο νομοσχέδιο που προετοιμάζεται συγκροτεί ένα ασφυκτικό πλαίσιο αλλαγών στην Παιδεία συνολικά, όπως αναφέρθηκε παραπάνω.
Στη σημαντική αυτή μάχη του φοιτητικού κινήματος, επιδιώκουμε, αφενός, να εκφράσουμε τις ήδη υπάρχουσες αγωνιστικές διεργασίες στους συλλόγους. Αγωνιστικές διεργασίες που κορυφώθηκαν με τις συγκεντρώσεις ενάντια στην έλευση του Ομπάμα και τη συμμετοχή των συλλόγων σε αυτές, καθώς και την παρουσία κάποιων φοιτητικών συλλόγων – ήδη τρεις φορές φέτος- στο υπουργείο Παιδείας και τη σύγκρουση με τις δυνάμεις καταστολής προκειμένου να μπουν οι φοιτητές σε αυτό. Αγωνιστικές διεργασίες που ξεπήδησαν ακόμα και σε συλλόγους που δεν έχουν κινηματικές αναπαραστάσεις. Αφετέρου, η φετινή μάχη για τις φοιτητικές εκλογές θα πρέπει να συμβάλει στην προετοιμασία τόσο των συλλόγων όσο και γενικότερα των αγωνιστικών μπλοκ ώστε να αντιπαρατεθούν με την ένταση της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης, και την πλήρη ανατροπή του δημόσιου και δωρεάν πανεπιστημίου, όπως περιγράφηκε παραπάνω, και χωρίς κανένα δικαίωμα διεξαγωγής πολιτικής συζήτησης και διεκδίκησης. Να προετοιμάσουμε τους αγώνες του αύριο, με τους οποίους οι φοιτητικοί σύλλογοι θα πάρουν θέση μάχης.
Σε αυτό το πλαίσιο, επιδιώκουμε η ψήφος στην ΕΑΑΚ, όχι απλά να εκπροσωπεί ένα υπαρκτό, αλλά μειοψηφικό, ρεύμα αγώνα, αλλά να επιχειρήσει να εκφράσει ρεύματα αντίστασης και διεκδίκησης εντός των συλλόγων τα οποία δεν έχουν εκδηλωθεί ακόμα με συγκροτημένο και πανελλαδικό τρόπο. Να αποτυπώνει δηλαδή ένα συνολικό μήνυμα αγώνα της νεολαίας. Ένα μαζικό πολιτικό κίνημα ότι η νεολαία δεν ξόφλησε, ότι δεν τα παρατάει απέναντι σε ένα ιδεολόγημα ότι τίποτα δεν αλλάζει, στην επίθεση που δέχεται αλλά αντίθετα δυναμώνει το ρεύμα αμφισβήτησης στο εσωτερικό της για την ανατροπή Κυβέρνησης-ΕΕ-Κεφαλαίου.
Η ανάδραση της ΕΑΑΚ με τις μαχόμενες δυνάμεις του κινήματος και της Αριστεράς
Με βάση την περσινή αποτίμηση της ΕΑΑΚ και τις αντικειμενικές συνθήκες σήμερα, εκτιμάμε ότι χωρίς να μπαίνει τέλος στην μετωπική πολιτική της ΕΑΑΚ και τις παρακαταθήκες της, δεν μπορεί να υπάρξει κεντρικό κάλεσμα σε άλλες πολιτικές δυνάμεις αλλά επιδιώκουμε αυτοτελές πολιτικό κατέβασμα της ΕΑΑΚ πανελλαδικά. Παράλληλα, ωστόσο, σε σχολές όπου η πολιτική και κινηματική συνεργασία έχει προχωρήσει, με βάση τα περσινά κριτήρια της εκλογικής μπροσούρας, θα γίνουν κοινά κατεβάσματα. Η ΕΑΑΚ θα συνεχίσει να κινείται μετωπικά, με ιδιαίτερο βάρος την κινηματική συμπόρευση με τις μαχόμενες δυνάμεις του κινήματος, στα πλαίσια της συζήτησης για την ανασυγκρότηση και τη μαζικοποίηση της αριστεράς στα πανεπιστήμια σε αντικαπιταλιστική, ριζοσπαστική κατεύθυνση. Μια συζήτηση που θα έχει στόχο την επανεμφάνιση του φοιτητικού κινήματος , τη μέγιστη δυνατή συσπείρωση κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων στην ΕΑΑΚ μέσω της μετωπικής της πολιτικής. Οι παραπάνω διαδικασίες δεν αναιρούν την αυτοτελή παρέμβαση και παρουσία των σχημάτων στους εκάστοτε κοινωνικούς χώρους.
ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ ΑΝΤΕΠΙΘΕΣΗΣ – ΡΗΞΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΘΕΣΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ – Ε.Ε. – Δ.Ν.Τ – ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Μπροστά σε αυτή τη βαθιά και δομική κρίση του καπιταλισμού και μπροστά στην τεράστια επίθεση του κεφαλαίου, η ανάγκη εμφάνισης ενός μαζικού, λαϊκού κινήματος αντεπίθεσης και ανατροπής του συνόλου της πολιτικής αυτής, των κυρίαρχων επιταγών αλλά και έμπρακτης αμφισβήτησης της στρατηγικής της αστικής τάξης φαντάζει μεγαλύτερη από ποτέ. Η βίαιη φτωχοποίηση μπορεί να φέρει βίαιη στροφή στον ατομικό δρόμο και ανταγωνισμό, τις βάσεις πάνω στις οποίες ο φασισμός σήμερα εξαπλώνεται δηλαδή, στο βαθμό που οι συλλογικοί αγώνες δεν καταφέρουν να εγγυηθούν τα συμφέροντα των κατώτερων λαϊκών στρωμάτων. Οι αγώνες του προηγούμενου διαστήματος έχουν αφήσει το χνάρι τους στην εμπειρία του λαού και όσο η οργή και η αγανάκτηση, συσσωρεύονται στους κόλπους του λαού, υπάρχει η δυνατότητα για τη συγκρότηση ενός ανατρεπτικού και νικηφόρου κινήματος που θα αμφισβητήσει έμπρακτα τη στρατηγική της αστική τάξης για την Ελλάδα και ταυτόχρονα θα συγκροτήσει προοπτική για έναν άλλο δρόμο. Κομβικός σε αυτό το σημείο είναι ο ρόλος του εργατικού κινήματος δεδομένης και της συνδικαλιστικής ερήμου και η ανάγκη ταξικής του ανασυγκρότησης. Οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, η λογική της μόνιμης συνδιαλλαγής με το κράτος και της εργασιακής ειρήνης είναι εχθροί της ταξικής ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος. Παράλληλα, φάνηκε ότι σχέδια περιχαράκωσης και σεχταρισμού, δημιουργίας πιο σκληρών κομματικών μπλοκ, όπως το ΠΑΜΕ, δεν μπορούν να πρωταγωνιστήσουν σε μια διαδικασία κοινωνικών και εργατικών εκρήξεων, σε μια κατεύθυνση παρατεταμένου λαϊκού πολέμου, καθώς και στη διαμόρφωση ενός άλλου συσχετισμού δύναμης στο εργατικό κίνημα. Είναι λοιπόν αναγκαίο να αναπτυχθεί ένα αγωνιστικό ρεύμα στο εσωτερικό των εργαζομένων βασισμένο στις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες εντός των πρωτοβάθμιων σωματείων και να εκφράσει ένα διακριτό στίγμα πραγματικής σύγκρουσης με την πολιτική κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ, την εργοδοσία και τους μηχανισμούς του κράτους, σε επίπεδο αιτημάτων και μορφών πάλης για την ανατροπή τους.
Χρειάζεται λοιπόν, μια διαφορετική λογική στο εργατικό κίνημα, διαχωρισμένη από τον εργοδοτικό συνδικαλισμό, αλλά και από τις τάσεις περιχαράκωσης και απομόνωσης από τις πλατιές μάζες των εργαζομένων, ένα εργατικό κίνημα που θα μπορεί να επικοινωνεί με όλες εκείνες τις αναδυόμενες εργασιακές φιγούρες της εποχής μας και να εκφράζει όλα εκείνα τα κομμάτια ακραίας εργασιακής επισφάλειας (voucher) που πλήττουν κυρίαρχα τη νεολαία.
Κρίσιμης σημασίας ζήτημα είναι σήμερα η ζύμωση και πολιτική κατοχύρωση μιας γραμμής αντεπίθεσης – επιβολής – πολιτικής διεκδίκησης εντός των εργατικών σωματείων αλλά και η κοινή δράση των αγωνιζόμενων δυνάμεων γύρω από τα αιτήματα και τις ζωτικές ανάγκες των εργαζομένων σε σύνδεση με τους αναγκαίους πολιτικούς στόχους ρήξης και ανατροπής (παύση πληρωμών – διαγραφή του χρέους, ανυπακοή – ρήξη – έξοδος από ευρώ και ΕΕ, ανατροπή της κυβέρνησης, εθνικοποίηση τραπεζών και στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεων, να πληρώσει το κεφάλαιο κ.λπ) και την ανάδειξη ως «αιτία πολέμου» της επικείμενης ψήφισης του ασφαλιστικού.
Σε επίπεδο καθημερινότητας, η δημιουργία δομών κοινωνικής αλληλεγγύης στους κοινωνικούς χώρους και στις γειτονιές, είναι αναγκαία για την άμεση επιβίωση του λαού με αξιοπρέπεια. Που θα δίνει μια διέξοδο στον συμφοιτητή μας, τον άνεργο, την οικογένεια που δεν έχει να ταΐσει τα παιδιά της και θα συμβάλλει στην ανάταση του ηθικού του λαού, που το κεφάλαιο τον θέλει υποταγμένο κι απελπισμένο. Ένα κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας, με όρους ταξικής αλληλεγγύης, ανεξάρτητο από εκκλησίες, ΜΚΟ και κράτος, που θα μπολιάζεται με πολιτικά χαρακτηριστικά σύγκρουσης με τις επιταγές του κεφαλαίου, θα επανανοηματοδοτήσει τον δημόσιο χώρο και θα αποτελεί και χώρο πολιτικής διαπάλης, για την αναγκαία οργάνωση του λαού.
ΜΕ ΜΙΑ ΝΙΚΗΦΟΡΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ, ΑΝΤΙΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ – ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ – ΜΕΤΩΠΙΚΗ, ΤΩΝ ΑΝΥΠΟΧΩΡΗΤΩΝ ΑΓΩΝΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ
Η Ε.Α.Α.Κ. έχει ιστορικά παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας σύγχρονης αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής αριστεράς, αναγκαίας και χρήσιμης για το λαό και τους αγώνες του. Που θα είναι ανεξάρτητη από την αστική πολιτική και ιδεολογία σε περιεχόμενο και μορφές και θα συγκρούονται ουσιαστικά με το κεφάλαιο και την πολιτική του, τόσο στα άμεσα ζητήματα όσο και με το στρατηγικό της σχέδιο. Η Ε.Α.Α.Κ. δεν επιδιώκει απλώς σύνδεση με το κοινωνικό υποκείμενο (τη σπουδάζουσα νεολαία) αλλά βαθύτερη οργανική σχέση με τα πιο πρωτοπόρα στοιχεία που ρίχνονται με διάφορους βαθμούς συνείδησης στον αγώνα ενάντια στη διάλυση της δημόσιας δωρεάν παιδείας, στις πολιτικές τις ΕΕ του ΔΝΤ, και σε οποιαδήποτε κυβέρνηση κινείται σε αυτά τα πλαίσια.
Μια τέτοια αριστερά δε μπορεί παρά να είναι:
Αντικαπιταλιστική, γιατί στην εποχή της βαθιάς, δομικής κρίσης του καπιταλισμού η Αριστερά χρειάζεται να έχει στρατηγικό εξοπλισμό απέναντι στον αντίπαλο με όχημα το αναγκαίο αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα και να προσανατολίζει το κίνημα, βοηθώντας το κίνημα να επιβάλλει άμεσα πολιτικά ρήγματα που θα κλονίζουν την αστική κυριαρχία. Τέλος, μια αριστερά πραγματικά αντικαπιταλιστική χρειάζεται να αντιμετωπίσει με διαλεκτικό τρόπο το ζήτημα της εξουσίας και του κράτους, οριοθετημένη τόσο από την αναγωγή του σε κάποιο μακρινό μέλλον, όσο και από μια λογική κοινοβουλευτικής διαχείρισης. Εμείς είμαστε βαθιά πεισμένοι πως μόνη χρήσιμη για το λαό, είναι η αριστερά που συγκρούεται με τις επιταγές του κεφαλαίου, που βάζει το κίνημα σε ρόλο πρωταγωνιστή, που μιλάει έξω από το πλαίσιο και ανοίγει το δρόμο για την εργατική και κοινωνική χειραφέτηση.
Πολύμορφη – μαχητική, γιατί δεν καταγγέλλει αφηρημένα αλλά συγκρούεται με κάθε σχέδιο και κάθε πυλώνα της αστικής τάξης, ριζοσπαστικοποιεί τους αγώνες σε περιεχόμενο και μορφές πάλης και δεν ενσωματώνει την κρατική και παρακρατική καταστολή. Αριστερά που θα αναγνωρίζει το κίνημα ως βασικό παράγοντα της ανατροπής. Ένα κίνημα που θα βάζει με επιθετικό τρόπο στο προσκήνιο τα αιτήματά του για τις ανάγκες της νεολαίας. Επιπλέον, θα μπολιάζει το κίνημα με λογικές μπλοκαρίσματος-σαμποτάζ όλων των λειτουργιών του όψεων της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης που συγκρούονται με τα συμφέροντα της νεολαίας και του λαού. Οι επιθετικές αυτές μορφές και λογικές πρέπει να δίνουν στο κίνημα τη δυνατότητα να επιβάλλει τα αιτήματά του και όποτε συναντά αντίσταση να αποκαλύπτει και να αναδεικνύει τη φύση των θεσμών και των εκπροσώπων της κυρίαρχης πολιτικής.
Ενωτική – μετωπική, γιατί ενώνει τους εργαζόμενους και τη νεολαία σε ένα σχέδιο ρήξης και ανατροπής με την καπιταλιστική βαρβαρότητα, επιδιώκει την κοινή δράση όλων των μαχόμενων δυνάμεων και συσπειρώνει γύρω της όλες τις αντισυστημικές, ριζοσπαστικές δυνάμεις που διαφοροποιούνται έμπρακτα από το ρεφορμισμό και ρίχνονται στην αναζήτηση ενός διαφορετικού δρόμου. Η διαδικασία αυτή αντικειμενικά θα περνάει μέσα από την κοινή δράση στο κίνημα, το διάλογο και την αντιπαράθεση και την από τα κάτω συσπείρωση του μαχόμενου δυναμικού του κινήματος και της αριστεράς, με στόχο το ριζοσπαστικό μετασχηματισμό όλων των τάσεων και αντιλήψεων. Αυτή η αριστερά επιμένει στο δρόμο της μετωπικής συμπόρευσης των δυνάμεων που αναζητούν έναν άλλο δρόμο χωρίς μνημόνια, χρέος, ευρώ σε ρήξη και αποδέσμευση από την ΕΕ σε σύγκρουση με το κεφάλαιο, ντόπιο και ξένο, που θα αναδεικνύει σε βασικό φορέα της ανατροπής τον οργανωμένο λαό. Δεν θα αντιμετωπίζει τις διεργασίες που ήδη έχουν γίνει σε αυτή την κατεύθυνση ως μια απλή εκλογική ή μη συνεργασία μίας χρήσης. Ένας τέτοιος δρόμος μπορεί να ανοίξει εάν ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις προβάλλουν ένα πρόγραμμα με στόχους του αντικαπιταλιστικού, μεταβατικού προγράμματος.